θεογένητος

θεογένητος
-η, -ο (AM θεογέννητος, Α και θεογένητος, -ον)
1. ο γεννημένος από θεό
2. αυτός που αναγεννήθηκε με το βάπτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -γέννητος (< γεννώ), πρβλ. α-γέννητος νεο-γέννητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”